γουνός

γουνός
γουνός, ο (Α)
1. εύφορος, γόνιμος τόπος
2. ύψωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη ήδη ομηρική που από την αρχαιότητα ερμηνεύθηκε διττά: ως «υψηλός τόπος» και ως «γονιμώτατος τόπος» (η δεύτερη ερμηνεία δεν είναι καθολικά αποδεκτή). Ο τ. γουνός (με τη σημασία «υψηλός τόπος») < *γονFος, παρεκτεταμένος τ. τού γόνυ*, ενώ αμφισβητήσιμη θεωρείται η αναγωγή τού θεσσαλικού τοπωνυμίου Γόννος στο *γονFος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γουνός — γόνυ knee neut gen sg (epic ionic) γουνός high ground masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνοῖς — γουνός high ground masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνοῖσι — γουνός high ground masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνοῖσιν — γουνός high ground masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνούς — γουνός high ground masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνῶ — γουνός high ground masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνῶν — γουνός high ground masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνῷ — γουνός high ground masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνόν — γουνός high ground masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπεσίγουνος — καμπεσίγουνος, ον (Α) αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνος ἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ γουνος, ταχύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”